ξενέθω
Смотреть что такое "ξενέθω" в других словарях:
ξεγνέθω — και ξενέθω 1. σταματώ το γνέ σιμο, παύω να κλώθω («ήρθες ύπνε... πάρε σκαμνί και κάτσε, να γνέσω, να ξεγνέσω», δημ. τραγούδι) 2. χαλώ το γνέσιμο 3. μτφ. (για τις Μοίρες) μεταβάλλω το πεπρωμένο, αλλάζω την ειμαρμένη … Dictionary of Greek
ξεγνέθω — και ξενέθω ξέγνεσα, παύω να γνέθω, τελειώνω το γνέσιμο, το κλώσιμο: Πάρε σταμνί και κάτσε, να γνέσω να ξεγνέσω (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)